μελδόμενος

μελδόμενος
μέλδομαι
pres part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μέλδω — (Α) 1. μαλακώνω κάτι με βράσιμο, βράζω, λειώνω, τήκω («γέντα βοὸς μέλδοντες», Καλλίμ.) 2. (το μέσ. ή παθ.) μέλδομαι (στον Όμ.) τήκω, λειώνω («ὡς δὲ λέβης ζεῑ ἔνδον... κνίσην μελδόμενος απαλοτρεφέος σιάλοιο» όπως μια χύτρα μέσα βράζει... και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”